αστραβής — ἀστραβής, ές (Α) 1. ο ευθύς, ο ίσιος 2. ο σταθερός, ο ακλόνητος 3. ο άκαμπτος, ο ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. συνδέεται με τους τ. στραβός, στρεβλός, στρόβιλος με α στερητικό, ενώ κατ άλλους είναι πιθ. ως στερητικό… … Dictionary of Greek
ἀστραβής — not twisted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβῆ — ἀστραβής not twisted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστραβής not twisted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστραβής not twisted masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβές — ἀστραβής not twisted masc/fem voc sg ἀστραβής not twisted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβέστατον — ἀστραβής not twisted masc acc superl sg ἀστραβής not twisted neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβοῦς — ἀστραβής not twisted masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβέες — ἀστραβής not twisted masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβέσι — ἀστραβής not twisted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβέστερος — ἀστραβής not twisted masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραβῶς — ἀστραβής not twisted adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)